- βουγενής
- βουγενής, -ές (Α)γεννημένος από αγελάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -γενής < γένος (πρβλ. αγενής, γηγενής, διογενής, ευγενής, συγγενής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουγενής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενῆ — βουγενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βουγενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βουγενής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενεῖς — βουγενής masc/fem acc pl βουγενής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενέας — βουγενής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενέες — βουγενής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενέος — βουγενής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενέων — βουγενής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγενέως — βουγενής adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηγενής — βοηγενής, ές (Α) ο βουγενής* … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek